Στο σχολείο μας μάθαιναν να φορούμε τα καλά μας
όταν πηγαίνουμε στις Κυριακές,
από διακριτικότητα ποτέ δε ρώτησα γιατί
τόσοι άνθρωποι πέτσινοι ορθώνονταν καμπάνες.
Ξημέρωνε η Δευτέρα, κοβόμουνα στη στίξη
στην ίδια τάξη, στην ίδια τήξη
Πόσες βδομάδες βράδιαζαν, πόσα έγειραν χρόνια,
αφού εγώ ήμουν παιδί, ποτέ μου δεν ερώτησα.
Από το πίσω δώμα του μυαλού μόνο για μια στιγμή
ξεχύθηκε όλο νερό, απλό το ερωτηματικό
Κι οι δρόμοι
που διαδήλωναν τον Άνθρωπο κάτι νυχτιές μου νηστικές
ποτάμι γλίστρησαν, στάλες στις όχθες οι καμπάνες
κι ένα κασκόλ καθημερινό
μάλλινο φως φθορά στον πέτσινο βηματισμό.
Παζάρι μιας Τρίτης... κι ένα πίσω, ένα μπρος
ένα - ένα πίσω μπρος
Με ποια διαταραχή της ορογένεσης
οι αίθουσες λύθηκαν σε τρύπες κασκόλ, δεν το 'δα
δεν το διάβασα.
Κι όμως νερά οι άγγελοι αναρριχούνται ακόμη
στην πιο ψηλή του βάθους βελόνα κορυφή,
χλόη βαστούν τον πίνακα μην και γλιστρήσει
και μαραθεί και συνθλιβεί
το καθημερινό, της τάξης το Ανθρώπινο, το παιδικό
16 Δεκ 2008
Στην τάξη
Αναρτήθηκε από vel... στις 12:01 π.μ.